-
1 μετα-δαίνυμαι
μετα-δαίνυμαι (s. δαίνυμι), mitschmausen, an einem Schmause Theil nehmen; οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῖν, Il. 22, 498, wie Od. 18, 48; – mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Il. 23, 207, Theil nehmen am Opferschmause; – absol., αὐτὸς ὅπως ἐϑέλεις μεταδαίνυσο, Qu. Sm. 2, 157.
-
2 μεταδαίνυμαι
μετα-δαίνυμαι, mitschmausen, an einem Schmause Teil nehmen; mit dem gen. der Sache, ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν, Teil nehmen am Opferschmause
См. также в других словарях:
μεταδαίνυμαι — (Α) 1. δειπνώ με κάποιον, συντρώγω («οὐ σός γε πατὴρ μεταδαίνυται ἡμῑν», Ομ. Ιλ.) 2. παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω (α. «ἵνα δὴ καὶ ἐγὼ μεταδαίσομαι ἱρῶν», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὸς ὅπως ἐθέλεις μεταδαίνυσο», Κόιντ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + δαίνυμαι… … Dictionary of Greek